Α. ΓΕΝΙΚΑ
Καταρχήν το Δίκαιο Αλλοδαπών, η νομοθεσία δηλαδή που αφορά τους αλλοδαπούς είναι περίπλοκη, περιπτωσιολογική και δαιδαλώδης. Νόμοι, προεδρικά διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις και κυρίως πληθώρα εγκυκλίων της Διοίκησης, εγγράφων δηλαδή που ερμηνεύουν τα νομοθετικά κείμενα και δίνουν τις κατευθύνσεις στη Διοίκηση να τα εφαρμόσει.
Αυτά αφορούν τόσο τους νόμιμους μετανάστες, εκείνους δηλαδή που έχουν άδεια διαμονής και εργασίας, όσο και τους παράνομους μετανάστες, αυτούς που εισέρχονται και παραμένουν στη χώρα χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα.
Αυτούς τους παράνομους μετανάστες πολλοί τους αποκαλούν «παράτυπους» και άλλοι «λαθρομετανάστες». Σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, η παράνομη είσοδος στη χώρα, δηλαδή η είσοδος χωρίς χαρτιά και από σημεία συνόρων που δεν φυλάσσονται είναι ποινικό αδίκημα και έτσι πιο σωστός χαρακτηρισμός γι’ αυτούς που εισέρχονται παράνομα είναι «λαθρομετανάστες». Αν αυτό δεν αρέσει, πρέπει να ζητηθεί η αλλαγή του νόμου.
Η παράνομη παραμονή στη χώρα μέχρι τώρα δεν είναι ποινικό αδίκημα κατά το ελληνικό δίκαιο, αλλά διοικητική παράβαση. Σύντομα όμως, όπως ανακοίνωσε ο αρμόδιος Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, με νόμο που θα εισαχθεί στη Βουλή για ψήφιση θα θεωρηθεί ότι η παράνομη παραμονή αλλοδαπού αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Β. ΕΙΣΟΔΟΣ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Αν κάποιος αλλοδαπός χωρίς τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα εισέλθει στην Ελλάδα από σημείο των συνόρων που δεν φυλάσσεται, διαπράττει παράνομη είσοδο στη χώρα, που αποτελεί ποινικό αδίκημα. Αν όμως ο αλλοδαπός αυτός συλληφθεί ή αναφερθεί σε κάποια δημόσια αρχή και ζητήσει άσυλο ή αλλιώς διεθνή προστασία, τότε παύει να εφαρμόζεται ο ελληνικός νόμος και εφαρμόζεται: η σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, τα Διεθνή Πρωτόκολλα, οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ελληνική νομοθεσία του ασύλου.
Ο παράνομος αυτός αλλοδαπός χαρακτηρίζεται από παράνομος σε υποψήφιος για διεθνή προστασία και η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να του παράσχει όλες τις εγγυήσεις για την παραμονή του, την ασφάλειά του, τη διαβίωσή του κλπ. μέχρι να εξεταστεί το αίτημα διεθνούς προστασίας και ασύλου που υπέβαλε.
Αίτημα διεθνούς προστασίας έχει δικαίωμα να υποβάλλει ο οποιοσδήποτε αλλοδαπός από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, είτε ασφαλή χώρα, είτε μη ασφαλή. Για να γίνει δεκτό το αίτημά του πρέπει ο αλλοδαπός αιτητής διεθνούς προστασίας να αποδείξει ότι κινδυνεύει η ζωή του στη χώρα του, στη χώρα από την οποία προέρχεται, για πολιτικούς, θρησκευτικούς, φυλετικούς λόγους ή λόγω μεγάλων καταστροφών κλπ. και χρειάζεται προστασία.
Το αίτημα αυτό εξετάζεται από ειδική επιτροπή σε πρώτο βαθμό και στη συνέχεια, αν το αίτημα αυτό απορριφθεί, ο αιτητής ασύλου έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή (έφεση) και το αίτημά του αυτό να εξεταστεί από τη δευτεροβάθμια επιτροπή Προσφυγών. Αν και η επιτροπή αυτή απορρίψει το αίτημά του, έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο. Από αυτά καθίσταται σαφές ότι παίζει σημαντικό ρόλο πόσο γρήγορα θα εξεταστεί το αίτημα του αιτητή ασύλου, ώστε να αποφασιστεί αν σε αυτόν απονεμηθεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας και παραμείνει νόμιμα στη χώρα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή αν αυτό το αίτημα απορριφθεί, με συνέπεια να διαταχθεί η επιστροφή του στη χώρα του.
Ακόμη όμως και αν διαταχθεί η επιστροφή του στη χώρα του, αυτό δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, γιατί ο αλλοδαπός αυτός προκειμένου να αναχωρήσει από την Ελλάδα, πρέπει να εφοδιαστεί με ταξιδιωτικά έγγραφα από την Πρεσβεία της χώρας του στην Ελλάδα. Η Πρεσβεία όμως, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι ο αλλοδαπός αυτός είναι υπήκοος της χώρας που εκπροσωπεί και τις περισσότερες φορές δεν το κάνει. Επίσης, θα πρέπει η χώρα προέλευσής του να τον δεχτεί, δηλαδή να δεχτεί να αποβιβαστεί από το αεροπλάνο που τον μεταφέρει, πράγμα το οποίο πολλές φορές δεν γίνεται.
Όλα αυτά καταδεικνύουν γιατί πολλοί από αυτούς που έρχονται στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένουν παράνομα και είναι βέβαιοι ότι στο τέλος θα τους χορηγηθεί καθεστώς νόμιμης παραμονής αφού ήδη θα έχουν αναπτύξει δεσμούς και σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες έχουν ανάγκη από εργαζόμενους στην αγροτική οικονομία, στον τουρισμό και τη βιομηχανία και μάλιστα όταν αυτοί προσφέρουν την εργασία τους με πολύ μικρούς μισθούς.
Οι περισσότερες αιτήσεις ασύλου και διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αιτήσεις καταχρηστικές, γιατί δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για την υποβολή τους, αλλά αυτές υποβάλλονται από τους παράνομους αλλοδαπούς, προκειμένου αυτοί να παραμένουν στη χώρα εργαζόμενοι, υπολογίζοντας στο χρονικό διάστημα μέχρις ότου οι αιτήσεις τους να εξεταστούν από τις επιτροπές και να εκδοθούν αμετάκλητες αποφάσεις.
Γ. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ
Εκτός από την οικονομική ενίσχυση των χωρών προέλευσης, ώστε οι αλλοδαποί κάτοικοι των χωρών αυτών να μην μεταναστεύουν, θα πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στην αποτελεσματική διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων ασύλου και διεθνούς προστασίας, οι οποίες πρέπει να εξετάζονται ταχύτατα και αποτελεσματικά.
Αναφέρομαι στις διαδικασίες εξέτασης των αιτημάτων στις επιτροπές του 2004, όταν κάθε επιτροπή είχε το δικαίωμα να εξετάζει είκοσι αιτήσεις και άνω την ημέρα αποτελεσματικά και η εξέταση των Προσφυγών γινόταν με την εξέταση των γραπτών κειμένων και εγγράφων που προσκόμιζαν οι αιτητές ασύλου και διεθνούς προστασίας. Τώρα οι επιτροπές εξετάζουν δύο με τρεις αιτήσεις κάθε συνεδρίαση και επιπλέον πρέπει να παρατηρηθεί ότι πολλές φορές αναβάλλεται η συνεδρίαση, λόγω απουσίας ενός μέλους και μη ύπαρξης απαρτίας.
Δεν χρειάζεται αυτή η περίπλοκη και δαιδαλώδης νομοθεσία. Θα μπορούσε να είναι πολύ πιο απλή, αποτελεσματική και ασφαλώς να διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξία του ανθρώπου που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο κάθε κοινωνίας και Συντάγματος.