Διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπού πρόσφυγα, ανάκληση της αναγνώρισης και απέλαση αυτού, έγκριση εισόδου των μελών της οικογένειάς του και τρόπος συνεργασίας με τον εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα (ΦΕΚ 63, τ. Α΄)
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας
Έχοντας υπόψη :
1. Τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 24 του Ν. 1975/1991 (Α΄184), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2452/1996 (Α΄ - 283).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 29Α του Ν. 1558/1985 όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2081/1992 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παρ. 2 του Ν. 2469/1997.
3. Τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 "Περί Δημοσίου Λογιστικού Ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις" (Α΄- 247).
4. Την 1107147/1239/006/4.10.1996 (ΦΕΚ 922/7-10-1996) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών "Ανάθεση αρμοδιοτήτων Υπουργού Οικονομικών στους Υφυπουργούς Οικονομικών".
5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του διατάγματος αυτού προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 1.200.000 δραχμών περίπου για το έτος 1998, 7.000.000 δραχμών περίπου για το έτος 1999 και καθένα από τα επόμενα έτη. ΟΙ ανωτέρω δαπάνες για μεν το έτος 1998 θα καλυφθούν από τις αντίστοιχες πιστώσεις των ΚΑΕ 0823, 0824, 0871 και 1111 του εκτελούμενου Π/Υ εξόδων Ε.Φ.43-110 "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ" για δε το έτος 1999 και καθένα από τα επόμενα έτη από τις σχετικές πιστώσεις που θα εγγράφονται στους αντίστοιχους ΚΑΕ των κατ' έτος προϋπολογισμών εξόδων Ε.Φ. 43 - 110 "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ".
6. Την 67/1999 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εξωτερικών και Δημόσιας Τάξης και του Υφυπουργού των Οικονομικών, αποφασίζουμε:
Υποβολή αιτήματος ασύλου
Άρθρο 1.- 1. Αλλοδαπός ο οποίος δηλώνει προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον οποιασδήποτε ελληνικής αρχής στα σημεία εισόδου στην Ελληνική Επικράτεια ή εντός αυτής, ότι ζητεί άσυλο στη χώρα μας ή με οποιονδήποτε τρόπο ζητεί να μην απελαθεί σε κάποια χώρα εκ φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, θεωρείται ως αιτών άσυλο σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης 1951 (Ν.Δ. 3989/1959 - ΦΕΚ Α΄ - 201/26.9.1959), όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης 1967 (Α.Ν. 389/1968 - ΦΕΚ Α΄- 125/4.6.1968) και μέχρι την οριστική κρίση του αιτήματός του δεν επιτρέπεται η καθ' οιονδήποτε τρόπο απομάκρυνσή του από τη χώρα.
Επίσης ως αιτών άσυλο θεωρείται και ο αλλοδαπός, ο οποίος εισέρχεται στη χώρα μας, κατ' εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου της 15-6-1990, που κυρώθηκε με το Ν. 1996/1991 - ΦΕΚ Α΄ 196/16.12.1991).
2. Αν το αίτημα ασύλου υποβληθεί σε μη αστυνομική αρχή, αυτή υποχρεούται να ειδοποιήσεις αμέσως την κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του παρόντος διατάγματος αρμόδια αστυνομική αρχή με τον προσφορότερο τρόπο και να παραπέμψει σ' αυτήν τον αιτούντα με τη σχετική αλληλογραφία.
3. Το αίτημα παροχής ασύλου υποβάλλεται αυτοπροσώπως από τον αλλοδαπό, περιλαμβάνει δε και τα προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς του που βρίσκονται μαζί του. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος διατάγματος, ως μέλη οικογένειας νοούνται ο/η σύζυγός του αιτούντος, τα κάτω των 18 ατών άγαμα τέκνα αμφοτέρων των συζύγων, καθώς επίσης και οι γονείς αυτών και τα άνω των 18 ετών τέκνα τους που πάσχουν από πνευματική ή σωματική αναπηρία και δεν δύνανται να υποβάλουν αυτοτελώς αίτηση ασύλου.
4. Αίτημα ασύλου δύναται να υποβάλλεται και από αλλοδαπό ηλικίας 14 έως 18 ετών που δεν συνοδεύεται από τους γονείς του, εφόσον από τις εν γένει περιστάσεις διαπιστώνεται από τον ενεργούντα την εξέταση ότι η πνευματική του ωριμότητα του επιτρέπει να αντιληφθεί τη σημασία της πράξης του. Σε κάθε άλλη περίπτωση που υποβάλλεται αίτημα ασύλου από αλλοδαπό ηλικίας κάτω των 18 ετών, ο οποίος δεν συνοδεύεται από τους γονείς του ή άλλο κηδεμόνα, η αρμόδια αστυνομική αρχή ενημερώνει τον Εισαγγελέα Ανηλίκων και, όπου δεν υπάρχει, τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, για να ενεργήσει ως ειδικός προσωρινός επίτροπος του ανηλίκου μέχρι την οριστική κρίση του αιτήματός του.
5. Ο αιτών άσυλο υποβάλλει σχετική αίτηση στις κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του παρόντος διατάγματος αρμόδιες για την εξέταση του αιτήματος Υπηρεσίες. Με την αίτηση συνυποβάλλονται και τα κατεχόμενα απ' αυτόν ταξιδιωτικά έγγραφα και στοιχεία που πιστοποιούν ιδίως την ταυτότητα του ίδιου και των ως άνω προστατευομένων μελών της οικογενείας του, τη χώρα προέλευσης και τον τόπο καταγωγής του, καθώς και την οικογενειακή του κατάσταση. Η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα δεν προϋποθέτει απαραιτήτως την υποβολή τυπικών αποδεικτικών στοιχείων.
6. Στον αιτούντα άσυλο επιδίδεται από την αρμόδια για την εξέταση του αιτήματός του Υπηρεσία ενημερωτικό φυλλάδιο σε γλώσσα που κατανοεί. Στο έντυπο αυτό, που εκδίδεται με μέριμνα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, περιγράφεται η διαδικασία εξέτασης ασύλου, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του, με ιδιαίτερη αναφορά στην υποχρέωσή του να συνεργάζεται στενά και να θέτει εαυτόν στη διάθεση των αρμοδίων Αρχών κατά το χρόνο της εξέτασης του αιτήματός του, οι συνέπειες για τη μη συμμόρφωσή του, καθώς και οι οργανισμοί και οι φορείς που συνδράμουν τους πρόσφυγες στη χώρα μας, στους οποίους οπωσδήποτε αναφέρεται η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Σε περίπτωση που δεν διατίθεται τέτοιο φυλλάδιο ή δεν υφίσταται στη γλώσσα που ο αιτών κατανοεί ή αυτός τυγχάνει αναλφάβητος, η σχετική ενημέρωσή του γίνεται προφορικά από αρμόδιο υπάλληλο της Υπηρεσίας και με τη βοήθεια διερμηνέα, αν απαιτείται. Για το γεγονός αυτό γίνεται ειδική μνεία στην έκθεση προφορικής εξέτασης του αιτούντος, που συντάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος διατάγματος.
7. Ο αιτών άσυλο δικαιούται να παραιτηθεί οποτεδήποτε από το αίτημά του ενώπιον οποιασδήποτε, από τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 παρ. 1 του παρόντος διατάγματος, Αρχής. Προς πιστοποίηση του γεγονότος αυτού συντάσσεται σχετική έκθεση. Μετά την υποβολή της αίτησης ασύλου αλλοδαπού ή την σύνταξη της έκθεσης παραίτησης από το αίτημα, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης ενημερώνει σχετικά εντός πενθημέρου τον Αντιπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στη χώρα μας.
Εξέταση αιτημάτων ασύλου - Ενέργειες υπηρεσιών
Άρθρο 2.- 1.Αρμόδιες αρχές για να εξετάσουν το αίτημα και να κινήσουν τη διαδικασία παροχής ασύλου είναι οι Υποδιευθύνσεις ή Τμήματα Αλλοδαπών, τα Τμήματα Ασφαλείας των Κρατικών Αερολιμένων και οι Υποδιευθύνσεις ή τα Τμήματα Ασφαλείας των Αστυνομικών Διευθύνσεων.
2. Τα αιτήματα ασύλου εξετάζονται από τις ανωτέρω Υπηρεσίες εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή τους, πλην των περιπτώσεων που ο αιτών παραμένει σε χώρους λιμένων ή αερολιμένων που εξετάζονται αυθημερόν. Για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου χρησιμοποιείται ειδικά εκπαιδευμένο και εξειδικευμένο για το σκοπό αυτό αστυνομικό και πολιτικό προσωπικό που υπηρετεί στα ειδικά προς τούτου Γραφεία των Υπηρεσιών της προηγούμενης παραγράφου.
3. Η εξέταση περιλαμβάνει συνέντευξη του αιτούντα με τη βοήθεια διερμηνέα, προκειμένου να επιβεβαιώσει όσα αναφέρει στην αίτησή του και να δώσει εξηγήσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τα ακριβή στοιχεία της ταυτότητάς του, η τη μη κατοχή διαβατηρίου ή άλλου επίσημου ταξιδιωτικού εγγράφου, το ακριβές δρομολόγιο που ακολούθησε για να εισέλθει στο Ελληνικό έδαφος και τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα της υπηκοότητας ή της μόνιμης διαμονής του, ζητώντας άσυλο στη χώρα μας. Η συνέντευξη ενεργείται από βαθμοφόρο ανακριτικό υπάλληλο ο οποίος συμπράττει, εφόσον υπάρχει δυνατότητα με άλλο βαθμοφόρο ή πολιτικό υπάλληλο κατηγορίας Π.Ε. Πριν από τη συνέντευξη χορηγείται στον αιτούντα, εφόσον επιθυμεί, εύλογος χρόνος, προκειμένου να προετοιμασθεί κατάλληλα και να συμβουλευθεί δικηγόρο που θα τον επικουρεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο εύλογος χρόνος καθορίζεται από την Υπηρεσία που εξετάζει τον αιτούντα, η οποία και τον εφοδιάζει με υπηρεσιακό σημείωμα, στο οποίο, εκτός από τα στοιχεία της ταυτότητός του, αναγράφεται η ακριβής ημερομηνία και το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου που πρόκειται να τον εξετάσει. Για την συνέντευξη διατίθεται κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος, ο οποίος εξασφαλίζει το απόρρητο της συνέντευξης. Εάν η συνέντευξη αφορά γυναίκα που αιτείται άσυλο, η οποία λόγω των εμπειριών της ή για λόγους πολιτιστικούς δυσκολεύεται να εκθέσει τους λόγους της αιτήσεώς της, η συνέντευξη δίνεται σε ειδικευμένη γυναίκα υπάλληλο παρουσία γυναίκας διερμηνέα.
4. Εάν πριν ή κατά τη συνέντευξη ο εξεταζόμενος αλλοδαπός ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί βασανιστήρια ή υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις περί αυτού, παραπέμπεται σε πραγματογνώμονα, ειδικευμένο στα θέματα μεταχείρισης θυμάτων βασανιστηρίων, ο οποίος γνωματεύει για την ύπαρξη ή μη κακώσεων ή ενδείξεων σοβαρής μορφής βασανιστηρίων.
5. Στα πλαίσια της εξέτασης ο αιτών και τα άνω των 14 ετών προστατευόμενα μέλη της οικογενείας του φωτογραφίζονται και δακτυλοσκοπούνται. Τα αποτυπώματα και οι φωτογραφίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τις ανάγκες των διαδικασιών ασύλου και τηρούνται στα πλαίσια των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας μας. Γι' αυτό ενημερώνεται ο αιτών.
6. Για τις δηλώσεις του αιτούντα κατά την προφορική του συνέντευξη συντάσσεται από τον ενεργούντα την εξέταση έκθεση, στην οποία, εκτός από τα τυπικά στοιχεία (τόπος, ημερομηνία, ονοματεπώνυμο συμπραττόντων προσώπων κλπ), καταγράφονται συνοπτικά οι απαντήσεις του επί όλων των ερωτημάτων που του τίθενται. Η εν λόγω έκθεση, αφού αναγνωσθεί με τη βοήθεια διερμηνέα και επιβεβαιωθεί το περιεχόμενό της από τον αιτούντα, υπογράφεται απ' αυτόν, το διερμηνέα, τον ενεργούντα την εξέταση και τον τυχόν συμπράττοντα. Μετά την υπογραφή και στο τέλος αυτής διατυπώνεται σαφώς η γνώμη του υπαλλήλου που έλαβε την συνέντευξη, σχετικά με τη συνοχή, την αληθοφάνεια, των κατατεθέντων καθώς και αν πληρούνται οι όροι αναγνώρισης σ' αυτόν της προσφυγικής ιδιότητας σύμφωνα με το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Σε κάθε περίπτωση η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του αιτούντος. Επίσης στην έκθεση διατυπώνεται η γνώμη του για το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εξέτασης του αιτήματος με την ταχύρρυθμη διαδικασία πλην των περιπτώσεων που ο αιτών παραμένει σε χώρους λιμένων ή αερολιμένων για τις οποίες η εξέταση του αιτήματος γίνεται υποχρεωτικά με τη διαδικασία αυτή. Κατά την εξέταση των αιτημάτων άσυλο οι αρμόδιοι προς τούτο υπάλληλοι λαμβάνουν υπόψη τους το Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ και την κοινή θέση της 4ης Μαρτίου 1996 του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την εναρμονισμένη εφαρμογή του ορισμού του "πρόσφυγα" κατά την έννοια του άρθρου 1 Α της ανωτέρω διεθνούς Συνθήκης.
7. Η αρμόδια για την εξέταση του αιτήματος ασύλου Υπηρεσία εφοδιάζει τον αιτούντα ατελώς με "δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού" διαρκείας έξη (6) μηνών, το οποίο ανανεώνεται για ίσο χρόνο από τις κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του παρόντος διατάγματος αρμόδιες υπηρεσίες του τόπου κατοικίας του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του αιτήματός του. Με τις ίδιες προϋποθέσεις εφοδιάζονται με αντίστοιχο δελτίο και τα προστατευόμενα μέλη της οικογένειας του αλλοδαπού. Τα εν λόγω δελτία παραδίδονται υποχρεωτικά από τον αλλοδαπό στην Υπηρεσία κατά την επίδοση σ' αυτόν της οριστικής απόφασης επί του αιτήματος ασύλου και εν συνεχεία καταστρέφονται συντασσομένου προς τούτου σχετικού πρακτικού.
8. Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ο αιτών άσυλο υποχρεούται να παραμένει στον τόπο διαμονής που δήλωσε ή του καθορίσθηκε. Σε Περίπτωση αυθαίρετης απομάκρυνσής του, διακόπτεται η διαδικασία εξέτασης της αίτησής του με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, η οποία κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο ως αγνώστου διαμονής. Αν εντός ευλόγου χρόνου, που δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης, ο αιτών επανεμφανισθεί στις αρμόδιες Αρχές, προσκομίζοντας επίσημα στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι η απουσία του οφείλετο σε λόγους ανωτέρας βίας, η παραπάνω απόφαση ανακαλείται και η αίτηση ασύλου εξετάζεται κατ' ουσίαν. Και στις δύο περιπτώσεις ενημερώνεται ο Εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στη χώρα μας, ο οποίος δικαιούται να ζητήσει λεπτομέρειες σχετικά με την πορεία της διαδικασίας και να εκθέσει τις τυχόν παρατηρήσεις του προς τις αρμόδιες Αρχές.
9. Η Υπηρεσία που εξέτασε το αίτημα ασύλου υποβάλλει τη σχετική αίτηση με τα δικαιολογητικά και την συνταχθείσα έκθεση στην προϊσταμένη της Αστυνομική Διεύθυνση ή Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών, οι οποίες, αφού διατυπώσουν τη γνώμη τους, επί των προτάσεων του υπαλλήλου που έλαβε τη συνέντευξη ή για τη μεταβίβαση της ευθύνης εξέτασης της αίτησης ασύλου σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ' εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης του Δουβλίνου, τα υποβάλλουν στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Σε περίπτωση που προτείνεται η εξέτασή του με την ταχύρρυθμη διαδικασία, τα δικαιολογητικά υποβάλλονται κατά προτεραιότητα, το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών. Κατ' εξαίρεση, οι αιτήσεις ασύλου που κατατίθενται στα σημεία εισόδου της χώρας από αλλοδαπούς οι οποίοι, κατά την άφιξή τους είτε δεν έχουν τις νόμιμες προϋποθέσεις να εισέλθουν στο Ελληνικό έδαφος, ή βρίσκονται στη ζώνη διερχομένων αερολιμένος ή λιμένος, κατευθυνόμενοι σε άλλη τρίτη χώρα, υποβάλλονται μαζί με την έκθεση και τα λοιπά δικαιολογητικά, εντός 24 ωρών και απευθείας, στην καθ' ύλην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, κοινοποιώντας την ενέργειά τους αυτή στην προϊσταμένη τους υπηρεσία.
10. Τα έξοδα διερμηνείας σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ασύλου βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
11. Ο Εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στη χώρα μας δύναται να επισκέπτεται αυτοπροσώπως ή δια νομίμως εξουσιοδοτημένου προς τούτο αντιπροσώπου τον αιτούντα άσυλο, κατά το χρόνο που κρατούνται για οποιονδήποτε λόγο ή βρίσκονται στη ζώνη διερχομένων αερολιμένα ή λιμένα, στην οποία η πρόσβαση αυτού είναι ελεύθερη. Για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας των αιτούντων άσυλο με τον ανωτέρω εκπρόσωπο, διατίθεται ιδιαίτερος χώρος από την Υπηρεσία που δέχεται το αίτημα ασύλου ή στην οποία κρατείται ο αιτών. Επίσης, στον εν λόγω εκπρόσωπο παρέχονται εγκαίρως τα στοιχεία που ορίζονται από το άρθρο 35 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
12. Οι δηλώσεις του αιτούντος άσυλο και τα λοιπά στοιχεία της αιτήσεώς του αποτελούν "ευαίσθητα δεδομένα", τα οποία προστατεύονται από τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 (Α΄- 50).
13. Ο αλλοδαπός που κατέχει εν ισχύι δελτίο αιτήσαντος άσυλο δύναται να επωφεληθεί των μέτρων υποδοχής που προβλέπονται από τις διατάξεις του εδαφ. γ΄ της παρ. 2 και του εδαφ. β΄ της παρ. 4 του άρθρου 24 του Ν. 1975/1991, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2452/1996, καθώς και των μέτρων πρόσβασης στη βασική εκπαίδευση των ανηλίκων τέκνων του.
Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεως
Άρθρο 3.- 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων για εξέταση του αιτήματος με την ταχύρρυθμη διαδικασία του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, ο αιτών άσυλο αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας και του παρέχεται άσυλο με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, ύστερα από πρόταση της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Κατά τη σύνταξη της πρότασης, ο αρμόδιος χειριστής αξιωματικός ή πολιτικός υπάλληλος Π.Ε. συλλέγει κάθε στοιχείο χρήσιμο με την υπόθεση και δύναται να ζητεί τις απόψεις και άλλων Αρχών, καθώς και πληροφορίες από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ή άλλες οργανώσεις ιδίως σε ό,τι αφορά την κατάσταση σε τρίτες χώρες προέλευσης ή διέλευσης. Επίσης, δύναται να προβαίνει σε επανεξέταση του ενδιαφερομένου για παροχή διευκρινίσεων ή κατάθεση συμπληρωματικών στοιχείων προς τεκμηρίωση της εισήγησής του, εφόσον κρίνει τούτο αναγκαίο ή διαταχθεί σχετικά.
2. Αν αποφασισθεί η αναγνώριση του αλλοδαπού και των μελών της οικογένειάς του ως προσφύγων, ταυτόχρονα με την επίδοση σ' αυτούς της απόφασης αναγνώρισης, του χορηγείται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, δελτίο ταυτότητας πρόσφυγα. Με βάση του δελτίο αυτό εφοδιάζονται ατελώς από την κατά τόπο αρμόδια αστυνομική Αρχή με άδεια παραμονής πενταετούς ισχύος, η οποία ανανεώνεται για ίσο χρόνο, εκτός αν ανακλήθηκε το άσυλο κατ' εφαρμογήν του άρθρου 1 Γ της Σύμβασης της Γενεύης ή διατάχθηκε η απέλαση του πρόσφυγα, σύμφωνα τις διατάξεις του άρθρου 32 αυτής.
3. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ασύλου, ο αιτών δικαιούται να προσφύγει ενώπιον του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της απόφασης. Στην απορριπτική απόφαση αιτιολογούνται πλήρως οι λόγοι της απόρριψης και γίνεται μνεία για την προθεσμία προς άσκηση προσφυγής, καθώς και τις συνέπειες της παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής. Το περιεχόμενο της απόφασης ανακοινώνεται προφορικά στον αιτούντα σε γλώσσα που κατανοεί και περί της ανακοινώσεως αυτής γίνεται μνεία στο αποδεικτικό επιδόσεως.
4. Η προσφυγή κατατίθεται στην κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του παρόντος διατάγματος αρμόδια Αστυνομική Αρχή του τόπου κατοικίας ή προσωρινής διαμονής του ενδιαφερομένου, η οποία υποχρεούται να τη διαβιβάσει το ταχύτερο δυνατόν στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Κατά το χρόνο που επιτρέπεται η άσκηση της προσφυγής, ως και μετά την άσκησή της, αναστέλλεται κάθε μέτρο απομάκρυνσής του μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης.
5. Επί της προσφυγής ο Υπουργός αποφαίνεται εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία ασκήσεώς τη, ύστερα από γνώμη εξαμελούς επιτροπής που αποτελείται από το Νομικό Σύμβουλο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης ή το νόμιμο αναπληρωτή ως πρόεδρο και ως μέλη ένα υπάλληλο του Διπλωματικού Κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών, ένα Νομικό Σύμβουλο του ίδιου Υπουργείου και ένα ανώτερο αξιωματικό της Ελληνικής Αστυνομίας, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τους οικείους Υπουργούς. Επίσης, στην Επιτροπή μετέχουν ένας εκπρόσωπος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από το Δ.Σ. αυτού και ο Σύμβουλος Νομικής Προστασίας του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στη χώρα μας ή ειδικά εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο. Οι αποφάσεις της επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.
6. Η ανωτέρω επιτροπή συνέρχεται με πρόσκληση του προέδρου, η οποία κοινοποιείται στα μέλη αυτής πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συνεδρίαση, προκειμένου να λάβουν γνώση των στοιχείων της υπόθεσης, σε κατάλληλο χώρο που διατίθεται από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Στην επιτροπή εξασφαλίζεται γραμματειακή και μεταφραστική υποστήριξη από ανάλογο αριθμό αστυνομικών και πολιτικών υπαλλήλων του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης αποκλειστικά απασχολουμένων για το σκοπό αυτό.
7. Η επιτροπή καλεί τον προσφεύγοντα, ο οποίος ενημερώνεται έγκαιρα για τον τόπο και την ημερομηνία εξετάσεως της προσφυγής του, καθώς και το δικαίωμά του, να παραστεί αυτοπροσώπως ή μετά του συνηγόρου του ενώπιον της, για να εκθέσει προφορικά, με τη βοήθεια κατάλληλου διερμηνέα, τα επιχειρήματά του και να δώσει διευκρινίσεις ή να υποβάλει τυχόν συμπληρωματικά στοιχεία.
8. Η απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης επί της προσφυγής επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο. Αν γίνει δεκτή η προσφυγή, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής, στο διατακτικό αυτής αναφέρονται και η υποχρέωση του αιτούντα σε ό,τι αφορά τη διαμονή του στην Ελληνική επικράτεια, ή την αναχώρησή του από τη χώρα εντός ορισμένης προθεσμίας ή η δυνατότητα παραμονής του κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος διατάγματος.
9. Αν κατ' εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης του Δουβλίνου 1990, υπεύθυνο προς εξέταση της αιτήσεως ασύλου αλλοδαπού είναι άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., η Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Υ.Δ.Τ. μεριμνά για τον εφοδιασμό του με το ταξιδιωτικό έγγραφο (Laisser - passer), ο τύπος και το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται στο Παράρτημα του παρόντος διατάγματος.
10. Όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται στα πλαίσια της διαδικασίας του παρόντος άρθρου κοινοποιούνται στον Αντιπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στη χώρα μας.
Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεως
Άρθρο 4.- 1. Με την ταχύρρυθμη διαδικασία εξετάζεται η αίτηση ασύλου, που υποβάλλεται από αλλοδαπό κατά την άφιξή του σε σημείο εισόδου λιμένος ή αερολιμένος, καθώς και όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 25 του Ν. 1975/1991, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2452/1996, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στα ψηφίσματα της 30/11 - 1/12/1992 των Υπουργών Μετανάστευσης των κρατών μελών της Ε.Ε., σχετικά με τις έννοιες των "προδήλως αβάσιμων αιτήσεων ασύλου" και της "ασφαλούς τρίτης χώρας" Επίσης λαμβάνονται υπόψη οι αρχές των Πορισμάτων Νο. 30 και Νο. 58 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες Για τα θέματα που αφορούν τον τρόπο εξέτασης του αιτούντος και την υποβολή των αιτήσεων και δικαιολογητικών εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος διατάγματος.
2. Επί της αιτήσεως ασύλου της προηγούμενης παραγράφου αποφαίνεται ύστερα από πρόταση της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας / Υ.Δ.Τ. ο Προϊστάμενος του Κλάδου Αστυνομίας, Ασφάλειας και Τάξης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Εάν ο Προϊστάμενος του Κλάδου Αστυνομίας, Ασφάλειας και Τάξης κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις υπαγωγής της εξεταζόμενης αίτησης στην ταχύρρυθμη διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 25 του Ν. 1975/1991, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2452/1996, παραπέμπει αυτή με απόφασή του στην Υπηρεσία που υπέβαλε την πρόταση, προκειμένου να εξετασθεί με την κανονική διαδικασία.
3. Αν αποφασισθεί η αναγνώριση του αλλοδαπού και των μελών της οικογενείας του ως προσφύγων εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου του παρόντος διατάγματος.
4. Σε περίπτωση που η αίτηση απορριφθεί, ο αιτών δικαιούται να προσφύγει ενώπιον του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης σ' αυτόν της απόφασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παρ. 4 του προηγούμενου άρθρου του παρόντος διατάγματος.
5. Επί της προσφυγής αποφαίνεται ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από της ασκήσεώς της, ύστερα από γνώμη της επιτροπής που προβλέπεται από το άρθρο 3 του παρόντος διατάγματος.
6. Σε περίπτωση που ο αιτών άσυλο βρίσκεται σε ζώνη διερχομένων λιμένος ή αερολιμένος, οι προθεσμίες που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου μειώνονται στο ήμισυ. Στην περίπτωση αυτή και εφόσον ο αλλοδαπός εξακολουθεί να βρίσκεται στη ζώνη διερχομένων αερολιμένα ή λιμένα, επιτρέπεται η άνευ διαβατηριακών και λοιπών διατυπώσεων είσοδός του στο Ελληνικό έδαφος για όσο διάστημα διαρκεί η εξέταση της αίτησης ασύλου, ύστερα από απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
7. Οι διατάξεις της παρ. 10 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για τις εκδιδόμενες σύμφωνα με το παρόν άρθρο αποφάσεις.
Επανεξέταση αιτήματος ασύλου
Άρθρο 5.- Αίτηση αλλοδαπού για παροχή ασύλου δεν εξετάζεται, εφόσον η προηγούμενη έχει απορριφθεί από τη Διοίκηση σε τελευταίο βαθμό. Κατ' εξαίρεση, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, δύναται να διατάξει την εξ' υπαρχής εξέταση αιτήματος ασύλου, ΄σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του παρόντος διατάγματος, αν προσκομίζονται από τον αιτούντα νέα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν το πρόσωπό αυτού ή των μελών της οικογένειάς του και τα οποία, εάν ήταν γνωστά πριν από την έκδοση της οριστικής απόφασης, θα αποτελούσαν βασικό κριτήριο αναγνώρισής του ως πρόσφυγα. Δεν επιτρέπεται επανεξέταση αιτημάτων ασύλου που εξετάσθηκαν με την ταχύρρυθμη διαδικασία του άρθρου 4 του παρόντος διατάγματος και απορρίφθηκαν.
Ανάκληση της απόφασης αναγνώρισης πρόσφυγα
Άρθρο 6.- Η ανάκληση της απόφασης αναγνώρισης αλλοδαπού ως πρόσφυγα και η απέλασή του αναγνωρισμένου πρόσφυγα γίνεται με τη διαδικασία που καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 2 και 3 του παρόντος διατάγματος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 32 και 33 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Οικογενειακή συνένωση πρόσφυγα
Άρθρο 7.- 1. Αλλοδαπός, στον οποίο έχει αναγνωρισθεί η προσφυγική ιδιότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, δύναται κατ' εφαρμογήν της διατάξεως της παρ. 1 εδαφ. γ΄ του άρθρου 1 του Ν. 2452/1996, να ζητήσει στα πλαίσια της οικογενειακής συνένωσης την έλευση και εγκατάσταση πλησίον του των μελών της οικογενείας του, όπως αυτή καθορίζεται κατά την ελληνική έννομη τάξη. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ως μέλη της οικογένειας του πρόσφυγα, θεωρούνται ο/η σύζυγος αυτού, τα κάτω του 18ου έτους άγαμα τέκνα του/της, καθώς επίσης και οι γονείς αυτών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά σύμφωνα με υπεύθυνη δήλωση του πρόσφυγα συνοικούσαν και συντηρούνταν από αυτόν πριν από την άφιξή τους στη χώρα μας.
2. Η είσοδος και παραμονή στη χώρα μας των μελών οικογενείας πρόσφυγα επιτρέπεται, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις :
α. τα προς έλευσης μέλη της οικογενείας πρόκειται να διαμείνουν μαζί με τον πρόσφυγα.
β. ο πρόσφυγας αποδεικνύει από επίσημα στοιχεία ότι έχει πραγματοποιήσει εισόδημα ανειδίκευτου εργάτη που αντιστοιχεί στο ήμισυ τουλάχιστον των εργασίμων ημερών για χρονικό διάστημα ενός έτους πριν από την υποβολή της αίτησης επανένωσης.
γ. Τα προς έλευση μέλη της οικογένειας να κατέχουν κανονικό και ισχύον ταξιδιωτικό έγγραφο ως και ισχύουσα για το σκοπό αυτό Ελληνική Προξενική Θεώρηση εισόδου.
δ. Η παρουσία των προς έλευση προσώπων στο Ελληνικό έδαφος να μην κρίνεται επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια της χώρας.
ε. Η συγγενική σχέση να προκύπτει από επίσημα έγγραφα.
3. Για την έλευση στη χώρα μας των μελών της οικογενείας πρόσφυγα υποβάλλονται στην Υπηρεσία Αλλοδαπών του τόπου κατοικίας του τα παρακάτω δικαιολογητικά :
α. Αίτηση του πρόσφυγα, στην οποία να δηλώνεται ρητά ότι επιθυμεί την έλευση των μελών της οικογενείας του στη χώρα μας.
β. Υπεύθυνη δήλωση ότι αναλαμβάνει τα έξοδα παραμονής και συντήρησής τους.
γ. Αντίγραφο βιβλιαρίου ενσήμων.
δ. Επίσημο έγγραφο μεταφρασμένο στην Ελληνική, από το οποίο να προκύπτει ο βαθμός συγγενείας των υπό έλευση προσώπων με τον πρόσφυγα, καθώς και η ηλικία τους.
4. Η Υπηρεσία Αλλοδαπών που δέχεται τα δικαιολογητικά, μετά τον απαραίτητο έλεγχο, υποβάλλει αυτά μαζί με τις προτάσεις της στην καθ' ύλην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, η οποία, εφόσον συντρέχουν οι κατά τα ως άνω νόμιμες προϋποθέσεις για την έλευση των μελών της οικογενείας του πρόσφυγα, διαβιβάζει τη σχετική αλληλογραφία στο Υπουργείο Εξωτερικών, που μεριμνά για τη χορήγηση Προξενικής Θεώρησης από την Οικεία Προξενική Αρχή, με ευθύνη της οποίας αναγράφεται επί της Ε.Π.Θ. ο σκοπός άφιξης του αλλοδαπού, καθώς επίσης και ο αριθμός πρωτοκόλλου της έγκρισης χορήγησης αυτής. Σε αρνητική περίπτωση επιστρέφονται τα δικαιολογητικά στον ενδιαφερόμενο πρόσφυγα και γνωρίζονται σ' αυτόν οι λόγοι μη ικανοποίησης του αιτήματός του, καθώς και το δικαίωμα του να ασκήσει προσφυγή.
5. Τα μέλη οικογενείας αναγνωρισμένου πρόσφυγα, που εισήλθαν κανονικά στο ελληνικό έδαφος στα πλαίσια της οικογενειακής επανένωσης, εξομοιώνονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους με αυτά του ιδίου, υποχρεούνται δε μέσα σε ένα μήνα από την άφιξή τους να υποβάλουν αυτοπροσώπως ή σε περίπτωση που πρόκειται για ανηλίκους, δια του αιτούντος την έλευσή τους αίτηση στην Υπηρεσία Αλλοδαπών του τόπου διαμονής τους για χορήγηση ατελώς αδείας παραμονής.
6. Η κατά τα ανωτέρω χορηγούμενη άδεια παραμονής ακολουθεί, όσον αφορά τη διάρκεια ισχύος της και τις λοιπές προϋποθέσεις ανανέωσης ή ανάκλησής της, την τύχη της αδείας παραμονής του πρόσφυγα από τον οποίο προσκλήθηκαν.
7. Η χορηγηθείσα σε ένα μέλος της οικογενείας άδεια παραμονής μπορεί να ανακαλείται οποτεδήποτε, αν αποδειχθεί ότι αποκτήθηκε με απάτη ή πλαστογραφία.
8. Για τη χορήγηση αδείας παραμονής στα προστατευόμενα μέλη της οικογενείας του πρόσφυγα ενημερώνεται ο εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στη χώρα μας.
9. Από τη διαδικασία προέγκρισης της έλευσης του παρόντος άρθρου εξαιρούνται τα μέλη της οικογένειας αναγνωρισμένου πρόσφυγα, τα οποία αποδεδειγμένα βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, με την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά θα μεταβούν αυτοπροσώπως στις κατά τόπον αρμόδιες αστυνομικές Αρχές εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία αυτή και υποβάλουν αίτηση για χορήγηση αδείας παραμονής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παρ. 5 έως και 8 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 8 Παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους
Άρθρο 8.- Αλλοδαπός, του οποίου έχει απορριφθεί οριστικά η αίτηση για αναγνώριση της προσφυγικής ιδιότητας, πλην όμως του έχει εγκριθεί για ανθρωπιστικούς ιδίως λόγους η προσωρινή παραμονή στη χώρα μας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν. 1975/1991 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρου 2 του Ν. 2452/1996, εφοδιάζεται από την κατά τόπο αρμόδια Αστυνομική Αρχή, ατελώς, με ειδικό δελτίο παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ετήσιας διάρκειας. Παρόμοιο δελτίο χορηγείται και στα μέλη της οικογένειάς του. Ο κάτοχος του δελτίου αυτού οφείλει να αναχωρήσει χωρίς άλλη ειδοποίηση μέχρι την ημερομηνία της λήξης της ισχύος του, εκτός και αν δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας υποβάλει στην καθ' ύλην αρμόδια Αστυνομική Αρχή του τόπου κατοικίας του, αίτηση για ισόχρονη παράταση της ισχύος του, επί της οποίας αποφαίνεται ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
2. Για την έγκριση παραμονής αλλοδαπού για ανθρωπιστικούς λόγους λαμβάνονται υπόψη ιδίως η αντικειμενική αδυναμία απομάκρυνσης ή επιστροφής του αλλοδαπού στη χώρα καταγωγής ή συνήθους διαμονής του για λόγους ανωτέρας βίας (π.χ. σοβαροί λόγοι υγείας του ιδίου ή μέλους της οικογένειάς του, διεθνής αποκλεισμό της χώρας του, εμφύλιες συρράξεις συνοδευόμενες από μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων) ή η συνδρομή στο πρόσωπο του ενδιαφερόμενου της ρήτρας μη επαναπροώθησης (non refoulement) του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης του 1950 περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου [Ν.Δ. 53/1974 (Α΄ - 256)] ή του αντίστοιχου άρθρου της Σύμβασης της Ν. Υόρκης της 10ης Δεκεμβρίου 1984 κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (Ν. 1782/1988).
3. Οι διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 2 του παρόντος διατάγματος εφαρμόζονται ανάλογα και για τους αλλοδαπούς που εφοδιάζονται με το ειδικό δελτίο παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Κατάργηση διατάξεων
Άρθρο 9.- Από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος καταργούνται οι διατάξεις του Π.Δ. 83/1993 (Α΄ - 36).
Έναρξη ισχύος
Άρθρο 10.- Η ισχύος του διατάγματος αυτού αρχίζει μετά από εξήντα (60) ημέρες από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεων. Στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.